Ως Έκτακτη Ενίσχυση Ρευστότητας νοείται «η παροχή εκ μέρους εθνικής κεντρικής τράπεζας του Ευρωσυστήματος χρήματος κεντρικής τράπεζας ή/και κάθε άλλης μορφής στήριξης, η οποία ενδέχεται να επιφέρει αύξηση του χρήματος κεντρικής τράπεζας προς φερέγγυο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, ή προς όμιλο φερέγγυων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, που αντιμετωπίζει προσωρινά προβλήματα ρευστότητας, χωρίς ωστόσο η ενέργεια αυτή να εντάσσεται στο πλαίσιο άσκησης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής».1
Ως γνωστόν, οι τράπεζες λαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος της χρηματοδότησής τους από τις καταθέσεις του κοινού.2 Όλοι εμείς, όταν έχουμε κάποια περισσευούμενα χρήματα, τα καταθέτουμε σε έναν τραπεζικό λογαριασμό και αυτά μένουν εκεί διαθέσιμα για να τα πάρουμε πίσω όταν τα χρειαστούμε.
Από τα χρήματα αυτά όμως μια τράπεζα κρατά ένα πολύ μικρό μόνο ποσοστό στα ταμεία της, ενώ τα υπόλοιπα τα δίνει ως δάνεια σε άλλους πελάτες της, σε στεγαστικά δάνεια, καταναλωτικά κτλ.3 Τα λίγα αυτά χρήματα τα οποία κρατάει στα ταμεία της είναι υπολογισμένα έτσι ώστε, σε φυσιολογικές συνθήκες, να επαρκούν για να δώσει στους καταθέτες της, εκείνους που κάνουν κάποιες αναλήψεις με στόχο να καλύψουν τρέχουσες ανάγκες τους, όπως ψώνια στο σούπερ μάρκετ, ταξίδια κτλ.
Τι γίνεται όμως αν μια μέρα οι αναλήψεις αυτές γίνουν περισσότερες απ’ τις αναμενόμενες και τα χρήματα τα οποία η τράπεζα διατηρεί στα ταμεία της δεν επαρκούν; Επειδή τα δάνεια τα οποία η τράπεζα έχει δώσει στους πελάτες της δεν είναι εύκολο να τα ζητήσει πίσω, το ενδεχόμενο αυτά τα χρήματα να επιστρέψουν δεν θεωρείται λύση. Συνεπώς φαίνεται να υπάρχει πρόβλημα. Το πρόβλημα αυτό στη γλώσσα των οικονομικών ονομάζεται πρόβλημα «ρευστότητας» και αν δε λυθεί, η τράπεζα κινδυνεύει μέχρι και με χρεοκοπία.4
Ως λύση στο πρόβλημα, η τράπεζα έχει τη δυνατότητα να πάρει δάνειο από μία άλλη τράπεζα (από τη λεγόμενη «διατραπεζική αγορά» δηλαδή) έτσι ώστε να πληρώσει τους καταθέτες της που ζητούν τα ποσά τους. Αν όμως το φαινόμενο της απαίτησης των καταθέσεων από το κοινό είναι γενικευμένο, εξαιτίας για παράδειγμα πανικού που ίσως δημιουργήθηκε από μία κρίση, τότε οι υπόλοιπες τράπεζες είναι και εκείνες επιφυλακτικές στο να τη δανείσουν. Στην περίπτωση αυτή το αδιέξοδο είναι ακόμα μεγαλύτερο.5
Ως ύστατη λύση, τα απαραίτητα δάνεια για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ρευστότητας (τα «δάνεια ρευστότητας» δηλαδή) μπορούν να δοθούν από την κεντρική τράπεζα μιας οικονομίας.5 Στην περίπτωση αυτή η κεντρική τράπεζα, με κάποιες προϋποθέσεις βέβαια, βγάζει την τράπεζα από το αδιέξοδο5 και γλιτώνει το σύνολο της οικονομίας απ’ ότι συνέπειες μια πτώχευση τράπεζας θα μπορούσε να προκαλέσει.6
Μία τέτοια λειτουργία κεντρικής τράπεζας (και συγκεκριμένα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) είναι στην ουσία και η Έκτακτη Ενίσχυση Ρευστότητας (ELA), και υπάρχει γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Εμφανίζει βέβαια και κάποια χαρακτηριστικά τα οποία την κάνουν πιο ξεχωριστή, τα οποία, για όσους ενδιαφέρονται, θα παρατεθούν και αυτά στη συνέχεια.
Όπως ειπώθηκε ήδη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), όπως κάθε κεντρική τράπεζα, έχει τη δυνατότητα να δώσει δάνεια σε μία τράπεζα η οποία αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας5 και που δηλαδή, ανεξάρτητα από την κερδοφορία της, δεν έχει αρκετά χρήματα στο ταμείο για να αποπληρώσει τις τρέχουσες υποχρεώσεις7. Τα δάνεια αυτά έχουν δύο πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά:
– Δίνω κάτι ως εγγύηση για ένα δάνειο σημαίνει ότι αποδέχομαι το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο μου να περάσει στην ιδιοκτησία αυτού που μου έδωσε το δάνειο, αν εγώ δεν αποπληρώσω το χρέος μου.9
– Τα ομόλογα Δημοσίου δεν είναι τίποτα άλλο παρά έγγραφα τα οποία δίνονται στο δανειστή μιας κυβέρνησης προς απόδειξη της ύπαρξης του χρέους της προς αυτόν.10
– Θεωρούνται υψηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης όταν η χώρα (το Δημόσιο) που τα εξέδωσε (που έλαβε το δάνειο δηλαδή) θεωρείται αξιόπιστη και αναμένεται να αποπληρώσει τα χρέη της.11
Το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι, τι γίνεται όταν μια τράπεζα που χρειάζεται τα δάνεια αυτά ξεμείνει από αποδεκτές εγγυήσεις; Στην περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αρνηθεί την παροχή ρευστότητας εξαιτίας για παράδειγμα χαμηλής ποιότητας εγγυήσεων, υπάρχει μία ακόμα τελευταία εναλλακτική, να καταφύγει η τράπεζα στον ύστατο μηχανισμό για Έκτακτη Ενίσχυση Ρευστότητας, τον ELA.8
Ο μηχανισμός αυτός δίνει στην τράπεζα τα απαραίτητα δάνεια όπως και η ΕΚΤ, με τις εξής διαφορές όμως:
Έχοντας διαβάσει κανείς όλα τα παραπάνω σχετικά με το πως και υπό ποιες προϋποθέσεις πραγματοποιείται η διάσωση μιας τράπεζας, είναι πολύ πιθανό να του δημιουργηθεί η απορία, γιατί τελικά να μας ενδιαφέρει αν μια τράπεζα θα διασωθεί η όχι. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, σύμφωνα τουλάχιστον με την οικονομική επιστήμη, δίνεται στη συνέχεια.
Αν μια τράπεζα δε διασωθεί και χρεοκοπήσει, τότε λόγω της υψηλής αλληλεξάρτησης που οι τράπεζες εμφανίζουν μεταξύ τους δεν είναι καθόλου απίθανο να ακολουθήσουν και άλλες πτωχεύσεις. Πιο συγκεκριμένα, όταν μία τράπεζα πτωχεύει και αθετήσει μία πληρωμή που όφειλε σε κάποια άλλη τράπεζα17 (καθότι μέσω της διατραπεζικής αγοράς το φαινόμενο μία τράπεζα να έχει δανείσει σε μία άλλη δεν είναι σπάνιο), ενδέχεται και η δεύτερη αυτή τράπεζα να καταγράψει τέτοιες ζημίες που να την καταστήσουν και εκείνη αφερέγγυα.4 Ακόμα όμως και αν δεν καταγραφούν μεγάλες ζημίες, μόνο και μόνο η ανησυχία που θα προκληθεί στους καταθέτες θα είναι αρκετά ικανή ώστε να δημιουργήσει προβλήματα ρευστότητας, οδηγώντας στο ίδιο αποτέλεσμα.4 Αυτή η κατάσταση μάλιστα μπορεί να συνεχιστεί ως ντόμινο και να προκαλέσει κρίση σε όλες τις τράπεζες και άρα στο σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας.4
Μία κρίση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί, με τη σειρά της, να έχει πολλές και απρόβλεπτες συνέπειες. Κατ' αρχάς υπάρχει άμεσος κίνδυνος καταγραφής ζημιών από όλους τους συναλλασσόμενους με πτωχευμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως μέτοχοι, δανειστές και καταθέτες, αλλά και από κατόχους περιουσιακών στοιχείων, όπως ακινήτων, των οποίων η αξία πιθανότατα έχει μειωθεί.6 Στη συνέχεια, η κρίση αυτή ενδέχεται να περάσει και στην πραγματική οικονομία. Άνθρωποι που έχουν προηγουμένως υποστεί ζημίες μειώνουν την κατανάλωση και άρα και τη ζήτηση προϊόντων, αναγκάζοντας τις επιχειρήσεις να μειώσουν την παραγωγή.6 Παράλληλα, με το χρηματοπιστωτικό σύστημα υπό κρίση, η όποια παροχή δανείων παύεται, δημιουργώντας πρόβλημα στις επιχειρήσεις που στηρίζονταν σε αυτά και παγώνοντας φυσικά τις επενδύσεις. Έτσι και η πραγματική οικονομία οδηγείται σταδιακά και εκείνη σε ύφεση.6
Και δυστυχώς, η ιστορία αυτή δεν τελειώνει εδώ. Αν μια χρηματοπιστωτική κρίση προκαλέσει μια ύφεση, η ύφεση μπορεί μετά να διογκώσει την κρίση.6 Οι προοπτικές της οικονομίας γίνονται όλο και χειρότερες και η αβεβαιότητα αυξάνεται. Έτσι η κατανάλωση μειώνεται περεταίρω, το εισόδημα των ανθρώπων πέφτει, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυξάνονται, το τραπεζικό σύστημα ασφυκτιά ακόμα περισσότερο και πάλι από την αρχή.6 Έτσι, μια χρηματοπιστωτική κρίση μπορεί να πυροδοτήσει ένα φαύλο κύκλο ύφεσης και επιδείνωσης των χρηματοπιστωτικών προβλημάτων.6
Για το λόγο αυτό, μεταξύ οικονομολόγων και πολιτικών επικρατεί συχνά η άποψη πως είναι κρίμα ένα και μόνο γεγονός, όπως μια πτώχευση τράπεζας δηλαδή, να αφεθεί να οδηγήσει σε τόσα πολλά προβλήματα.5 Θεωρούν ότι θα πρέπει λοιπόν η πραγματοποίησή του να αποφευχθεί και αυτό θα γίνει με τη διάσωσή της τράπεζας5, είτε αυτή λέγεται ανακεφαλαιοποίηση (σε περίπτωση κεφαλαιακών προβλημάτων), είτε παροχή έκτακτων δανείων (σε περίπτωση προβλημάτων ρευστότητας).
Τέλος, για να γίνει απόλυτα κατανοητό το τι εστί ELA, σημαντικό είναι να κατανοήσει κανείς σε τι διαφέρει από άλλους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς οι οποίοι επίσης δίνουν χρήματα στις τράπεζες, όπως ο EFSF και ο ESM.
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, πρέπει να ειπωθεί ότι πτώχευση μιας τράπεζας θα δει κανείς για δύο κυρίως λόγους18:
Όπως είδαμε και παραπάνω, μια τράπεζα μπορεί να χρεοκοπήσει αν δε διαθέτει επαρκή ρευστότητα, αν δηλαδή, εκείνη τη χρονική στιγμή, και ανεξάρτητα από την κερδοφορία της, δεν έχει αρκετά χρήματα στο ταμείο για να αποπληρώσει τις τρέχουσες υποχρεώσεις της.7 Αυτό σε μία τράπεζα μπορεί να συμβεί αρκετά εύκολα αν οι καταθέτες της, για παράδειγμα, χάσουν για τον οποιοδήποτε λόγο την εμπιστοσύνη τους σε αυτή και τρέξουν να σηκώσουν τα χρήματά τους μαζικά από τους λογαριασμούς τους.4 Στην περίπτωση αυτή η διάσωση της τράπεζας μπορεί να επιτευχθεί, όπως έγινε ήδη σαφές, με παροχή δανείων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και εναλλακτικά από τον ELA.19
2. Δεύτερον επειδή έχει αρνητικά ίδια κεφάλαια
Ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο μια τράπεζα μπορεί να πτωχεύσει είναι γιατί είτε λόγω κακής διαχείρισης, είτε κάποιας οικονομικής κρίσης που οδήγησε σε μείωση της αξίας περιουσιακών στοιχείων, πχ ακινήτων, η τράπεζα έχει καταγράψει μεγάλες ζημίες,4 σε σημείο που το μετοχικό της κεφάλαιο, δηλαδή τα χρήματα τα οποία έχουν βάλει οι ιδιοκτήτες της και που είναι απαραίτητα για να μπορεί να λειτουργεί20, έχει μειωθεί πάρα πολύ ή και εξαλειφθεί.
Στην περίπτωση αυτή η διάσωση της τράπεζας μπορεί να γίνει όχι με παροχή δανείων, αλλά χρημάτων με τη μορφή μετοχικού κεφαλαίου, με ανακεφαλαιοποίηση δηλαδή.5, 16 Κατά την κρατούσα πρακτική, αυτό αποτελεί αρμοδιότητα της εκάστοτε κυβέρνησης και όχι κάποιας κεντρικής τράπεζας5, και έτσι στην Ευρωζώνη πραγματοποιείται με χρήματα τα οποία μια χώρα μπορεί να δανειστεί από τον ESM, και προ της δημιουργίας αυτού, από τον EFSF.21, 22 Για περισσότερες πληροφορίες απευθυνθείτε αντίστοιχα στις επεξηγήσεις των όρων «Ανακεφαλαιοποίηση, «ESM» και «EFSF».
Συμπερασματικά ο ELA διαφέρει από τον ESM και τον EFSF αρκετά στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, τα εργαλεία που χρησιμοποιούν κ.α.
Οι ελληνικές τράπεζες ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με τον ELA το Μάιο του 2012, με συνολικά δάνεια 124 δις. Τότε οι Έλληνες καταθέτες φοβούμενοι μια αλλαγή στο νόμισμα της χώρας από ευρώ σε δραχμή είχαν αρχίσει μαζικά να αποσύρουν τις καταθέσεις τους από τις τράπεζες. Η χρηματοδότηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι και το Μάιο του 2014, όταν και οι ελληνικές τράπεζες απεξαρτητοποιήθηκαν πλήρως από τον ΕLA.23
Το Φεβρουάριο του 2015 όμως, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παρέπεμψε εκ νέου τις ελληνικές τράπεζες στον ELA. Ήδη από τα τέλη Δεκέμβρη οι Έλληνες καταθέτες είχαν αρχίσει και πάλι να σηκώνουν μεγάλα ποσά καταθέσεων αυξάνοντας τον δανεισμό των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ για να μπορέσουν να ανταποκριθούν. Η ΕΚΤ απ' τη μεριά της, αν και δέχεται να παράσχει δάνεια με αντάλλαγμα μόνο υψηλής ποιότητας εγγυήσεις, για αρκετό καιρό συνήθιζε κατ' εξαίρεση να δέχεται και τα ελληνικά ομόλογα ως εγγυήσεις, παρόλη την κακή τους πιστοληπτική διαβάθμιση. Αυτό το έκανε με το σκεπτικό ότι η χώρα έχει συνάψει σημαντικές διεθνείς συμφωνίες οικονομικής βοήθειας και είναι συνεπής στις μεταρρυθμίσεις που έχει αναλάβει. Όταν όμως με την εκκίνηση της διαπραγμάτευσης αυτό δεν ήταν πλέον τόσο σαφές, η ΕΚΤ έπαψε να κάνει αυτή την εξαίρεση και μετέτρεψε όσα δάνεια είχε μέχρι στιγμής δώσει σε ελληνικές τράπεζες σε δάνεια από τον ΕLA, παραπέμποντας φυσικά σε αυτόν και για όποια νέα δάνεια ίσως χρειάζονταν.23
Μέχρι και τις αρχές Ιουλίου του 2015, οπότε και η χώρα περνούσε δύσκολες στιγμές, τα δάνεια από τον ELA είχαν φτάσει στο ύψος των 88,6 δις.24 Παρόλο το ύψος τους όμως τα δάνεια αυτά δεν ήταν αρκετά. Και αφού το αίτημα της Τράπεζας της Ελλάδος για αύξηση τους δεν έγινε αποδεκτό,25 η χώρα αναγκαστικά οδηγήθηκε σε capital controls, σαν ένα μέσο να μειωθούν έτσι οι ημερήσιες αναλήψεις καταθέσεων.25
Ο Economist, σε άρθρο του το Φεβρουάριο του 2015, εξέφρασε την άποψη πως η μετακύλιση των ελληνικών δανείων από την ΕΚΤ στον ELA, πέραν των άλλων, αποτελούσε μια προειδοποιητική βολή προς την ελληνική κυβέρνηση και μια ώθηση για την επίτευξη συμφωνίας.8
Όσον πάλι αφορά την απόρριψη του ελληνικού αιτήματος για αύξηση των δανείων από τον ELA την περίοδο του Ιουλίου, το πρακτορείο Bloomberg θεωρεί ότι σχετίζεται με την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, με την οποία η Ελλάδα ουσιαστικά αποχώρησε από τις διαπραγματεύσεις. Υποστηρίζει επίσης ότι η απόρριψη αυτή προκάλεσε την έντονη κριτική πολλών Ευρωπαίων ακαδημαϊκών.24