Φούσκα, στην επιστήμη των οικονομικών, είναι το φαινόμενο εκείνο που παρατηρείται στην αγορά όταν οι τιμές ορισμένων περιουσιακών στοιχείων αυξάνονται υπέρμετρα, σε επίπεδα σημαντικά υψηλότερα από τη θεμελιώδη αξία τους.1
Ένα όμορφο θέαμα, μια σφαίρα από υγρό, η οποία όμως δεν περιέχει τίποτα άλλο πέρα από αέρα και η οποία είναι τόσο εύθραυστη που μπορεί ανά πάσα στιγμή να σπάσει.2 Αυτό γνωρίζουμε εμπειρικά ως μία φούσκα. Όσο όμως και αν ακούγεται περίεργο, κάτι παρόμοιο είναι και η φούσκα στην επιστήμη των οικονομικών.
Όταν η τιμή ενός αγαθού ακολουθεί μία έντονα αυξητική πορεία, η οποία όμως δε βασίζεται σε κάποιο σοβαρό λόγο και συμβαίνει απλά και μόνο επειδή ο κόσμος προσδοκά ότι αυτό θα συμβεί, τότε ναι μεν το αγαθό έχει μια υψηλή τιμή (γεγονός που στα μάτια κάποιον μοιάζει όμορφο θέαμα), αλλά η τιμή αυτή είναι «κούφια» (μη ρεαλιστική) και μπορεί πολύ εύκολα να καταρρεύσει.2 Το συγκεκριμένο αγαθό, ή καλύτερα η αγορά του συγκεκριμένου αγαθού, λέμε ότι βρίσκεται σε φούσκα και η τιμή αυτού ονομάζεται τιμη-φούσκα.3
Μία φούσκα δημιουργείται όταν η τιμή ενός περιουσιακού στοιχείου αυξάνεται, όχι επειδή αυξάνεται πραγματικά η αξία του, αλλά επειδή ο κόσμος προσδοκά ότι θα αυξηθεί.3 Για να γίνει αυτό πιο κατανοητό θα δούμε στη συνέχεια ένα παράδειγμα.
Έστω ότι ένας φημισμένος οικονομολόγος ή αναλυτής μετοχών εκφράζει δημόσια την άποψη ότι μια εταιρία τα πηγαίνει πολύ καλά και ότι στο μέλλον θα τα πάει ακόμα καλύτερα. Έστω επίσης ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος για να το πιστεύει αυτό, το κάνει δηλαδή για λόγους σκοπιμότητας.3 Το κοινό, ακούγοντας αυτή την πρόβλεψη από κάποιον που τον θεωρεί καλό γνώστη του αντικειμένου, πείθετε για την ορθότητα του ισχυρισμού και σπεύδει να αγοράσει ένα κομμάτι της ιδιοκτησίας της εταιρίας,3 αυτό δηλαδή που στη γλώσσα των οικονομικών ονομάζουμε μετοχές4. Όποιος κατέχει μετοχές μιας εταιρίας θεωρείται μέτοχος, συνιδιοκτήτης δηλαδή, και έχει δικαίωμα στα κέρδη και τη λήψη των αποφάσεων. Για μια εταιρία που πηγαίνει καλά υπάρχει μεγάλο κίνητρο από το κοινό να αγοράσει μετοχές της καθώς αυτές θα του αποφέρουν μεγαλύτερα κέρδη και έτσι έχουν μεγαλύτερη αξία (αυτό που στην επιστήμη των οικονομικών ονομάζεται θεμελιώδης αξία)3.
Με τη κίνηση αυτή του επενδυτικού κοινού να αγοράσει μαζικά μετοχές της εταιρίας, αυξάνεται η ζήτηση γι' αυτές και έτσι τελικά και η τιμή τους.3 Αυτό οφείλεται στη βασική αρχή των οικονομικών, αυτή της προσφοράς και της ζήτησης. Όταν για παράδειγμα ένα προϊόν στο σούπερ μάρκετ εμφανίζει αυξημένη προτίμηση από τους καταναλωτές, ο καταστηματάρχης γνωρίζει πως ακόμα και αν αυξήσει την τιμή του, σίγουρα κάποιος θα βρεθεί που θα θέλει να το αγοράσει και έτσι προβαίνει στην κίνηση αυτή άφοβα. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τις μετοχές στο χρηματιστήριο. Έχουμε λοιπόν έτσι πράγματι μια αύξηση της τιμής της μετοχής της εταιρίας, ο οικονομολόγος φαίνεται πανέξυπνος που μπόρεσε να το προβλέψει και μια νέα φούσκα ξεκινά.3
Αφού μια φούσκα δημιουργηθεί, μετά αυτοτροφοδοτείται.3 Με την άνοδο που σημειώθηκε παραπάνω στην τιμή της μετοχής, πολύς κόσμος που αρχικά ήταν επιφυλακτικός στις δηλώσεις του οικονομολόγου άρχισε να πείθεται πως ίσως τελικά είχε δίκιο. Μπαίνει έτσι και αυτός στη διαδικασία να αγοράσει μετοχές, στέλνοντας την τιμή τους ακόμα πιο ψηλά. Η μετοχή γίνεται πιο ελκυστική και σπεύδουν να την αγοράσουν και άλλοι και άλλοι και ούτω καθεξής.3
Καθώς η φούσκα διογκώνεται, η τιμή της μετοχής αυξάνεται πολύ υψηλότερα από το επίπεδο της θεμελιώδους αξίας της. Αυτοί που συνεχίζουν να αγοράζουν τη μετοχή της, την πληρώνουν πολύ ακριβότερα απ' όσο πραγματικά αξίζει.3 Το κάνουν όμως γιατί προσδοκούν ότι η τιμή θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο στο μέλλον και επομένως αγοράζοντάς τη σήμερα και πουλώντας την μετά από ένα διάστημα, θα αποκομίσουν κέρδος. Το πρόβλημα με τις φούσκες είναι ότι κάποια στιγμή τελικά σκάνε.3
Όπως ειπώθηκε ήδη, μια φούσκα δημιουργείται όταν η τιμή ενός περιουσιακού στοιχείου αυξάνεται πολύ παραπάνω από την πραγματική του αξία, απλά και μόνο επειδή ο κόσμος πιστεύει ότι θα αυξηθεί. Έρχεται όμως μια στιγμή που η τιμή της μετοχής έχει αυξηθεί τόσο πολύ που ο κόσμος αρχίζει να αμφιβάλλει αν οι αυξήσεις αυτές μπορούν όντως να συνεχιστούν.3 Σταματάει έτσι να αγοράζει νέες μετοχές και αρχίζει να πουλάει και αυτές τις οποίες έχει ήδη. Αυτή η μείωση της ζήτησης της μετοχής και η αύξηση της προσφοράς κάνουν την τιμή να πέσει τελικά στο επίπεδο της θεμελιώδους της, εκεί δηλαδή που θα έπρεπε να βρίσκεται με βάση την κλασσική οικονομική θεωρία.3 Η μείωση αυτή της τιμής μπορεί να γίνει σταδιακά με την πάροδο μηνών ή ετών, μπορεί όμως να γίνει και με ένα απότομο σκάσιμο της φούσκας, με το λεγόμενο κραχ, και οι τιμές να κατακρημνιστούν μέσα σε μία πολύ σύντομη χρονική περίοδο (ίσως και μία μέρα).5 Το βέβαιο είναι πως όσοι αγόρασαν το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο την εποχή της διόγκωσης της φούσκας, τελικά θα έχουν χάσει πολλά πολλά χρήματα.3
Για τους αναγνώστες μας εκείνους που έχουν μία εξοικείωση με τα οικονομικά, αλλά και για λόγους επιστημονικής πληρότητας, αξίζει να ειπωθεί ότι: Σύμφωνα με την κλασσική θεωρία για τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, η θεμελιώδης τιμή ενός περιουσιακού στοιχείου είναι ισούται με την παρούσα αξία του προσδοκώμενου μελλοντικού εισοδήματος από το συγκεκριμένο στοιχείο.3
Εκτός από τις μετοχές, φούσκες μπορούν να κάνουν (και έχουν κάνει κατά το παρελθόν) την εμφάνισή τους και στις τιμές των ακινήτων (όπως στην Αμερική το 2002-2006), των ομολόγων, ξένου νομίσματος, πολύτιμών μετάλλων, εμπορευμάτων (όπως καφές και ζάχαρη)6, αλλά και σε έναν ολόκληρο τομέα της οικονομίας ή και μία χώρα7.
Γενικά οι φούσκες είναι δύσκολο να ανιχνευθούν σε πραγματικό χρόνο, γιατί υπάρχει διαφωνία σχετικά με το ποια είναι η θεμελιώδης αξία ενός περιουσιακού στοιχείου.1 Εφόσον σύμφωνα με τον επίσημο ορισμό της φούσκας, αυτή λαμβάνει χώρα όταν η τιμή ενός περιουσιακού στοιχείου αυξάνεται πολύ παραπάνω από τη θεμελιώδη αξία του1, βασική προϋπόθεση για να ξέρουμε ότι υπάρχει μία φούσκα, είναι να γνωρίζουμε τη θεμελιώδη αξία του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου. Αυτό όμως δεν είναι εύκολο γιατί η θεμελιώδης αξία υπολογίζεται βάση του προσδοκώμενου εισοδήματος από την κατοχή ενός στοιχείου, κάτι το οποίο προβλέπεται δύσκολα και είναι αρκετά υποκειμενικό.6 Για το λόγο αυτό, συνήθως αναγνωρίζουμε ότι κάτι ήταν φούσκα αφού πλέον έχει σπάσει, εκ των υστέρων δηλαδή.
Το ελληνικό χρηματιστήριο ιδρύθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1876 και η ιστορία του έχει σημαδευτεί με ένα μεγάλο κραχ, αυτό του 1999.8 Εξαιτίας, πιθανότατα, της ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ και της προοπτική ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων από τη χώρα μας, επικράτησε στους επενδυτές την περίοδο εκείνη ένα κλίμα εφορίας χωρίς προηγούμενο.9 Ενδεικτικά μόνο αρκεί να αναφέρουμε πως από την αρχή του 1999 μέχρι και τις 17 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών αυξήθηκε κατά 118%, σκαρφαλώνοντας έτσι στις 6335,04 μονάδες βάσης.10 Παράλληλα πολλές μετοχές, σύμφωνα με την εφημερίδα Capital.gr, εμφάνιζαν αυξήσεις αδιανόητες για τα σημερινά δεδομένα, με τη μετοχή της Ερμής Ακινήτων για παράδειγμα να έχει ενισχυθεί κατά 7.868%, ο Σιγάλας κατά 5.437%, η Ευρωπαϊκή Τεχνική κατά 4.454%, και η Μεταλλοπλαστική Αγρινίου κατά 3.366%.10
Η τάση αυτή όμως, στις 23 Σεπτεμβρίου, αντιστράφηκε απότομα.9 Ο Γενικός Δείκτης εμφάνισε μέσα σε 3 μόνο ημέρες μείωση της τάξης του 12,7% και το ελληνικό χρηματιστήριο ξεκίνησε από τότε μία μεγάλη πορεία προς τα κάτω η οποία σταμάτησε σχεδόν τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 200310. Γρήγορα αποδείχτηκε ότι πολλές από τις μετοχές που είχαν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο τότε ήταν «φούσκες», το σκάσιμο των οποίων έμελε να επιφέρει στην ελληνική οικονομία ισχυρότατο πλήγμα.9
Ακόμη περισσότερο, οι συνέπειες του Κραχ του '99 έχουν μείνει στη μνήμη πολλών και για έναν άλλο λόγο. Διότι ποτέ δεν περιορίστηκαν στον επιχειρηματικό κόσμο (σε επιχειρηματίες, τραπεζίτες, χρηματιστές κτλ), αλλά χτύπησαν την πόρτα όλων. Σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή στην οποία ένα μικρό μόνο μέρος του πληθυσμού συνηθίζει να αγοράζει και να πουλάει περιουσιακά στοιχεία στο χρηματιστήριο, την εποχή εκείνη λέγεται πως γραφεία αγοραπωλησίας μετοχών υπήρχαν ακόμα και σε μικρά χωριά. Έτσι, το Κραχ του '99 απαξίωσε την περιουσία εκατομμυρίων Ελλήνων μικροεπενδυτών και σημάδεψε τις ζωές πολλών ελληνικών οικογενειών.8, 9
Ως γνωστόν την περίοδο 2007-2009 ξεκίνησε από την Αμερική μια χρηματοπιστωτική κρίση η οποία εξελίχθηκε σε παγκόσμια.11 Η κρίση αυτή προκλήθηκε από τη φούσκα των ακινήτων η οποία είχε δημιουργηθεί το διάστημα 2002-2006 στις ΗΠΑ, αυξάνοντας την τιμή της μέσης αμερικάνικης κατοικίας κατά 71%.6 Από τον Ιούλιο όμως του 2006 μέχρι τον Απρίλιο του 2009 η φούσκα υποχώρησε μειώνοντας τη μέση τιμή κατοικίας κατά 33% προκαλώντας ζημιές στους ιδιοκτήτες τους.6 Αυτό αύξησε την αδυναμία αποπληρωμής των στεγαστικών τους δανείων και πυροδότησε μια χρηματοπιστωτική κρίση6, η οποία, όπως θα δούμε στη συνέχεια, έφτασε τελικά μέχρι την πόρτα μας.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η παραπάνω κρίση συνετέλεσε και εκείνη στην είσοδο της χώρας μας στο μνημόνιο. Η ελληνική οικονομία είχε φυσικά εκ των προτέρων πολλές διαρθρωτικές ανισορροπίες και προβλήματα, μπορούσε όμως ακόμα να δανείζεται χρήματα από τις αγορές (από τους διεθνείς επενδυτές δηλαδή) και έτσι η οικονομική ζωή στη χώρα να συνεχίζεται κανονικά.12
Με την εκδήλωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, αφενός τα προβλήματα της οικονομίας έγιναν μεγαλύτερα και αφετέρου οι αγορές, τρομαγμένες και αυτές, άρχισαν να γίνονται πιο επιφυλακτικές ως προς την παροχή δανείων. Ζήτησαν έτσι από τη χώρα μας επαχθέστερους όρους δανεισμού (υψηλότερο επιτόκιο), οι οποίοι σταδιακά έγιναν απαγορευτικά σκληροί και το 2010 την οδήγησαν στη διακοπή της χρηματοδότησής της από τις αγορές. Τον Απρίλιο του 2010 λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε, προς αποφυγή της χρεοκοπίας της, δάνεια από τις χώρες της ζώνης του ευρώ και το ΔΝΤ, πράγμα που έγινε με την υπογραφή του Μνημονίου Οικονομικών και Χρηματοπιστωτικών Πολιτικών.12