Κεφαλαιακή Επάρκεια ορίζεται ως το μέτρο εκείνο που μας δείχνει κατά πόσο το κεφάλαιο μιας τράπεζας (και γενικά ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος) είναι αρκετό προκειμένου η τράπεζα να μπορεί να ανταπεξέλθει σε πιθανές ζημίες από δάνεια τα οποία έχει ήδη δώσει, και να μπορέσει μελλοντικά να είναι και εκείνη συνεπής απέναντι στις δικές της υποχρεώσεις και τα δικά της χρέη.1, 2
Μία εταιρία, προκειμένου να αγοράσει όλα τα μηχανήματα, τα κτίρια, τις πρώτες ύλες και οτιδήποτε άλλο έχει ανάγκη για να ιδρυθεί και να μπορεί να λειτουργεί, χρειάζεται μία χρηματοδότηση.
Στη γλώσσα των οικονομικών και συγκεκριμένα της λογιστικής, η χρηματοδότηση αυτή ονομάζεται «παθητικό» και μπορεί να προέρχεται είτε από τους ιδιοκτήτες της εταιρίας (χρήματα τα οποία ονομάζονται «ίδια κεφάλαια») είτε από δάνεια που θα λάβει (χρήματα τα οποία ονομάζονται «ξένα κεφάλαια»). Η επιλογή μεταξύ των δυο παραπάνω τύπων χρηματοδότησης δεν υπόκειται σε πολλούς περιορισμούς, δηλαδή κάθε επιχείρηση είναι ελεύθερη να επιλέξει σε τι ποσοστό θα χρησιμοποιήσει την κάθε μία.
Και ενώ για τους περισσότερους τύπους επιχειρήσεων αυτό ισχύει, για τις τράπεζες υπάρχει ένα πιο αυστηρό καθεστώς. Τα τελευταία χρόνια έχουν διαμορφωθεί νομοθετικά πλαίσια που δεν επιτρέπουν τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου (και γενικότερα των ιδίων κεφαλαίων), ως ποσοστό της συνολικής χρηματοδότησης της τράπεζας, κάτω από ένα όριο.3
Ο δείκτης εκείνος που μας δείχνει το ποσό των ιδίων κεφαλαίων μιας τράπεζας σε σχέση με το ύψος της συνολικής της χρηματοδότησης είναι, με απλά λόγια, αυτό το οποίο ονομάζουμε Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας.4 Αν τώρα ο δείκτης αυτός είναι καλύτερος (υψηλότερος) από το κατώτατο όριο που έχει θεσπιστεί, τότε λέμε πως η τράπεζα έχει Κεφαλαιακή Επάρκεια. Διαφορετικά, λέμε πως η τράπεζα έχει πρόβλημα Κεφαλαιακής Επάρκειας και χρειάζεται ανακεφαλαιοποίηση.5
Η επιτροπή της Βασιλεία ΙΙΙ, για παράδειγμα, συνιστά το ύψος των ιδίων κεφαλαίων (ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας δηλαδή4) να είναι τουλάχιστον 8%.6
Η κεφαλαιακή επάρκεια θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά για μια τράπεζα. Αν μια τράπεζα δεν πληροί το κριτήριο αυτό τότε θεωρείται χρηματοοικονομικά αδύναμη7 και εξαιρετικά επικίνδυνο να καταστεί αφερέγγυα8.
Αυτό συμβαίνει γιατί αν μια τράπεζα δε διαθέτει ένα ικανοποιητικό ποσοστό ιδίων κεφαλαίων, και άρα χρηματοδοτείται μόνο με ξένα κεφάλαια (από τους καταθέτες και τους δανειστές της δηλαδή), τότε γνωρίζει ότι ακόμα και αν δε τα πάει καλά και χρεοκοπήσει οι ιδιοκτήτες της δε θα ζημιωθούν ιδιαίτερα (αφού δεν έχουν «βάλει λεφτά»), και έτσι ενδέχεται να αρχίσει να λειτουργεί παράτολμα αναλαμβάνοντας επενδύσεις υψηλής απόδοσης και άρα υψηλού ρίσκου (όπως για παράδειγμα να δίνει δάνεια χωρίς πολύ αυστηρά κριτήρια).5 Θα χαλαρώνουν με άλλα λόγια οι «μηχανισμοί αυτοάμυνας» της έναντι της χρεοκοπίας, γεγονός που μπορεί τελικά να την οδηγήσει όντως ακριβώς εκεί.5 Αντιθέτως, αν μέρος της χρηματοδότησης της προέρχεται από τα κεφάλαια των ιδιοκτητών της, τότε αυτοί θα επιθυμούν μια πιο συνετή διαχείριση, αφού πιθανή χρεοκοπία θα σημαίνει απώλεια και του δικού τους κεφαλαίου.5
Για το λόγο αυτό, και επειδή η χρεοκοπία ενός τραπεζικού ιδρύματος μπορεί να δημιουργήσει πολλά προβλήματα σε μία οικονομία, όπως να αποτελέσει την απαρχή μιας γενικευμένης χρηματοπιστωτικής κρίσης9, η κεφαλαιακή επάρκεια είναι απαραίτητο να υπάρχει και να ελέγχεται6.
Όπως ειπώθηκε ήδη, αν μία τράπεζα έχει πρόβλημα Κεφαλαιακής Επάρκειας τότε χρειάζεται ανακεφαλαιοποίηση.5 Ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών ονομάζεται η παροχή προς τις τράπεζες νέων κεφαλαίων, κυρίως με τη μορφή μετοχικού κεφαλαίου, με στόχο τη βελτίωση του ισολογισμού τους και την αποφυγή της πτώχευσης τους.10 Η προέλευση αυτών των κεφαλαίων μπορεί να είναι από τον ιδιωτικό τομέα, συχνότερα όμως είναι κρατική.
Με πιο απλά λόγια, όταν σε μία τράπεζα, λόγω εμφάνισης ζημιών, το μετοχικό της κεφάλαιο (τα ίδια κεφάλαια) έχει πληγεί αρκετά, τότε για να επανακτήσει τη αξιοπιστία της και να συνεχίσει να λειτουργεί, πρέπει το κεφάλαιό της να αναδημιουργηθεί και συγκεκριμένα ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας να φτάσει πάλι στα κατώτερα επιτρεπτά όρια.5 Η διαδικασία αυτή ονομάζεται ανακεφαλαιοποίηση.
Ας υποθέσουμε ότι έχουμε μια τράπεζα η οποία ιδρύεται σήμερα. Προκειμένου να μπορέσει να ασκήσει τις συνήθεις δραστηριότητές της, με κυριότερη φυσικά αυτή της παροχής διαφόρων μορφών δανείων11, χρειάζεται χρηματοδότηση, την οποία μπορεί να βρει μέσω τριών κυρίως πηγών5:
Έστω λοιπόν ότι η καινούρια αυτή τράπεζα καταφέρνει να εξασφαλίσει 250 εκ. από καταθέσεις, 50 εκ. από δάνεια που έχει λάβει και 100 εκ. από μετοχικό κεφάλαιο. Χρηματοδοτείται δηλαδή , για την ώρα, κατά 25% (=100/(100+250+50)) από το μετοχικό της κεφάλαιο, κατά 62,5% από καταθέσεις και 12,5% από δάνεια. Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας της, υπολογισμένος απλοϊκά, είναι 25%, δηλαδή μεγαλύτερος του ορίου του 8% σύμφωνα με τη Βασιλεία ΙΙΙ6 και επομένως όλα βαίνουν καλώς.
Η τράπεζα ξεκινά τη δραστηριότητά της, παρέχει δάνεια στις επιχειρήσεις και όλες τις άλλες συνηθισμένες υπηρεσίες. Μια μέρα όμως, εξαιτίας κακής διαχείρισης ή κάποιας οικονομικής κρίσης η επιχείρηση εμφανίζει ζημιά, έστω 80 εκ. Τη ζημία αυτή, όπως συμβαίνει με όλες τις επιχειρήσεις, την επωμίζονται πρώτοι απ' όλους οι μέτοχοι της5 και επιβαρύνει το κεφάλαιο που εκείνοι εισέφεραν. Το μετοχικό κεφάλαιο μειώνεται έτσι από τα 100 στα 20 εκ. (=100-80).
Όμως, παρότι το μετοχικό κεφάλαιο αρκεί για να καλύψει τη ζημία των 80 εκ., υπάρχει και πάλι ένα πρόβλημα. Ο Δείκτης Επάρκειας Κεφαλαίων είναι πλέον 6,25% (=20/(20+250+50)), ήτοι μικρότερος του ορίου του 8%. Αυτό σημαίνει ότι η τράπεζα κινδυνεύει να καταστεί αφερέγγυα8 και άρα θα πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθεί. Θα πρέπει δηλαδή, με κάποιο τρόπο, να αυξήσει το ύψος της συγκεκριμένης πηγής χρηματοδότησης της μέχρι το απαιτούμενο επίπεδο. Το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο που πρέπει να υπάρχει στην επιχείρηση είναι περίπου 26 εκ, αφού 26/(26+250+50)=8%. Άρα το απαραίτητο μετοχικό κεφάλαιο που πρέπει να εισρεύσει είναι 6 εκ. (=26-20).5
Αν η τράπεζα εκδώσει νέες μετοχές που αντιστοιχούν στο ποσό αυτό και το κράτος τις αγοράσει, τότε η τράπεζα θα έχει συγκεντρώσει το απαραίτητο κεφάλαιο και θα συνεχίσει κανονικά τη δραστηριότητά της. Θα είναι με δύο λόγια ανακεφαλαιοποιημένη. Η μόνη διαφορά θα είναι ότι πλέον το 23% (=6/26) αυτής θα ανήκει στο δημόσιο, αφού αυτό θα έχει καταβάλει το 23% του κεφαλαίου της.5
Για τους αναγνώστες μας εκείνους που έχουν μία εξοικείωση με τα οικονομικά, αλλά και για λόγους επιστημονικής πληρότητας, αξίζει να ειπωθεί ότι η παραπάνω περιγραφή του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας έγινε με έναν εξαιρετικά απλοϊκό τρόπο, με στόχο τουλάχιστον το βασικό νόημα αυτού να γίνει κατανοητό από όλους. Στην πραγματικότητα υπολογίζεται με συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο και υπό αυστηρά κριτήρια. Ισχύει:
Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας=(Κεφάλαιο Tier 1+Κεφάλαιο Tier 2)/(Σταθμισμένα στον Κίνδυνο Περιουσιακά Στοιχεία)
Οι ελληνικές τράπεζες, τα τελευταία χρόνια, όχι μία, ούτε 2 αλλά 4 φορές αντιμετώπισαν προβλήματα έλλειψης επάρκειας κεφαλαίου και χρειάστηκαν ανακεφαλαιοποίηση, τα έτη 2009, 2013, 2014 και 2015.14 Οι ανακεφαλαιοποιήσεις αυτές άλλες φορές πραγματοποιήθηκαν μέσω ιδιωτικών κεφαλαίων, ενώ άλλες φορές με συμμετοχή κυρίως του κράτους. Για παράδειγμα: