Κεντρική Τράπεζα ονομάζεται το εθνικό εκείνο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα το οποίο ασκεί έλεγχο πάνω σε βασικές πτυχές του χρηματοπιστωτικού συστήματος.1 Πρόκειται για την κύρια τράπεζα κάθε χώρας η οποία λειτουργεί ως τραπεζίτης του δημοσίου και των υπολοίπων τραπεζών, ελέγχει τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, έχει το δικαίωμα να εκδίδει καινούριο χρήμα και γενικά την ευθύνη της εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής.2, 3
Σήμερα όλοι γνωρίζουμε τι είναι οι τράπεζες, μιας και σίγουρα θα έχει τύχει να κάνουμε μια συναλλαγή με κάποια από αυτές. Επίσημα, ως τράπεζα ορίζεται το ίδρυμα εκείνο του οποίου δραστηριότητα είναι4, 5:
Σε μία οικονομία υπάρχουν πολλές και πολλών ειδών τράπεζες, όπως εμπορικές, συνεταιριστικές, επενδυτικές κ.α.. Υπάρχει όμως και μία τράπεζα η οποία είναι αρκετά διαφορετική απ’ όλες τις άλλες. Υπάρχει μία τράπεζα η οποία2, 3:
Η τράπεζα αυτή, η οποία όπως είναι φανερό δεν είναι μια απλή τράπεζα αλλά κατέχει μία εξέχουσα (κεντρική) θέση στην οικονομία της χώρας (και στο χρηματοπιστωτικό της σύστημα) ονομάζεται Κεντρική Τράπεζα.
Αν και δεν υπάρχει συγκεκριμένη ορολογία για το όνομα μιας κεντρικής τράπεζας, στις περισσότερες χώρες εμφανίζεται ως εξής: «Τράπεζα της (το όνομα της χώρας)», όπως για παράδειγμα «Τράπεζα της Ελλάδος» (Bank of Greece).7 Εναλλακτικά, μπορεί κανείς να συναντήσει τους όρους7:
Προς αποφυγή σύγχυσης, αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι σε άλλες χώρες, όπως και στη δική μας, ο όρος «Εθνική Τράπεζα» χρησιμοποιείται για εμπορικές και όχι για την κεντρική τράπεζα.7
Η Κεντρική Τράπεζα, ασκώντας τη νομισματική πολιτική, επηρεάζει την καθημερινότητά μας επεμβαίνοντας σε ζητήματα όπως τα παρακάτω8:
Πληθωρισμός ονομάζεται η αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών μιας οικονομίας.9 Όπως θα έχουμε όλοι παρατηρήσει, πολλά από τα προϊόντα που αγοράζουμε γίνονται ανά χρονιές ακριβότερα, χωρίς να έχει υπάρξει κάποια ιδιαίτερη αλλαγή των χαρακτηριστικών τους. Για παράδειγμα, πριν μερικά χρόνια κάλλιστα μπορούσε κανείς να αγοράσει μια τυρόπιτα με 1 ευρώ. Σήμερα όμως χρειάζεται περίπου 1,5 ευρώ. Το φαινόμενο αυτό, όταν είναι γενικευμένο σε μία οικονομία, τότε κάνουμε λόγο για ύπαρξη πληθωρισμού.
Μέσω του πληθωρισμού το χρήμα χάνει την αξία του και αυτό, υπό συνθήκες, μπορεί να είναι αρκετά επιβλαβές για τους πολίτες.10 Αν για παράδειγμα ένας μισθωτός αμείβεται με 1000 ευρώ τότε, ενώ αρχικά θα ήταν σε θέση να αγοράζει 1000 τυρόπιτες, τώρα με τη νέα τιμή του 1,5 ευρώ θα είναι σε θέση να αγοράσει πολύ λιγότερες (περίπου 667), γεγονός που συνιστά σημαντική μείωση της αγοραστικής του δύναμης.
Για το λόγο αυτό οι νομισματικές αρχές προσπαθούν, κατά κανόνα, τη διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα, όπως μικρότερα του 2% το χρόνο.11
Επιτόκιο ονομάζεται η επιβάρυνση κάποιου όταν λαμβάνει ένα δάνειο.12 Αν για παράδειγμα κάποιος δανειστεί 100 ευρώ με συμφωνία μετά να επιστρέψει 110, τότε λέμε ότι το δάνειο έχει επιτόκιο 10%. Οι νομισματικές αρχές μιας χώρας έχουν τη δυνατότητα με χρήση αντίστοιχων νομισματικών μέσων να επηρεάζουν τα επιτόκια με τα οποία δίνουν δάνειο η μία τράπεζα στην άλλη13, γεγονός που εμμέσως επηρεάζει και τα επιτόκια με τα οποία το κοινό λαμβάνει δάνεια από την τράπεζα και τα επιτόκια τα οποία το κοινό κερδίζει όταν καταθέτει τα χρήματά του στην τράπεζα14.
Συναλλαγματική ισοτιμία ονομάζεται η τιμή του νομίσματος μιας χώρας εκφρασμένη σε σχέση με το νόμισμα μιας άλλης χώρας.15 Όταν για παράδειγμα κάποιος πηγαίνει ένα ταξίδι στο εξωτερικό σε χώρα που έχει διαφορετικό νόμισμα από το δικό μας, τότε χρειάζεται να μετατρέψει ορισμένα από τα ευρώ του στο τοπικό νόμισμα προκειμένου να είναι σε θέση να αγοράσει εκεί το οτιδήποτε, να πληρώσει το ξενοδοχείο κτλ. Πως θα γίνει όμως αυτή η μετατροπή; Για κάθε ένα ευρώ που έχουμε εμείς, τι ποσό από το άλλο νόμισμα θα μας δώσει το ανταλλακτήριο νομισμάτων; Αυτό ακριβώς μας λέει η τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία. Αν η ισοτιμία είναι 1,2 δολάρια ανά ευρώ ($/€), τότε για κάθε 1 ευρώ, το ανταλλακτήριο θα μας δώσει 1,2 δολάρια. Την ισοτιμία αυτή, με διάφορες κινήσεις της, η νομισματική αρχή μιας χώρας είναι σε θέση να την επηρεάσει.6
Τέλος, η κεντρική τράπεζα, εποπτεύοντας το τραπεζικό σύστημα προστατεύει όλους τους συναλλασσόμενους με αυτό.
Οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο, παρόλη τη σημασία τους για την τοπική οικονομία, συνήθως δεν ελέγχονται από τις κυβερνήσεις. Η ιδιοκτησία τους μπορεί να ανήκει στο δημόσιο, ενδέχεται όμως κατά ένα ποσοστό να ανήκει και σε ιδιώτες.7 Επίσης υπάρχει συνήθως κάποιου τύπου λογοδοσία προς τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού (πχ κοινοβούλιο).16 Αυτό το οποίο όμως αποτελεί ξεκάθαρη τάση των τελευταίων δεκαετιών ως προς το θεσμό της κεντρικής τράπεζας, είναι η ανεξαρτησία τους.17
Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών θεωρείται ότι περιλαμβάνει δύο διαστάσεις, μία πολιτική και μία οικονομική18:
Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών σήμερα δεν είναι παντού ίδια και ίδιου βαθμού18. Στη συνέχεια, στο κομμάτι της «Περίπτωσης της Ελλάδας», θα δούμε τι ισχύει συγκεκριμένα για τη χώρα μας.
Ο λόγος για τον οποίο η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών έχει αρχίσει να επικρατεί είναι γιατί, σύμφωνα με πολλές εμπειρικές μελέτες, η ύπαρξή της συμβάλει κατά πολύ στην αποτελεσματικότερη άσκηση της νομισματικής πολιτικής.19 Αν αυτή η ανεξαρτησία δεν υπάρχει, τότε δεν αποκλείεται η πολιτική ηγεσία της χώρας να χρησιμοποιεί τη νομισματική πολιτική για εξυπηρέτηση δικών της συμφερόντων, όπως η βραχυχρόνια δημιουργία κλίματος ανάπτυξης στην οικονομία20 λίγο καιρό πριν τις εκλογές με άσκηση επεκτατικής νομισματικής πολιτικής19 ή η χρηματοδότηση του ελλείμματος της κυβέρνησης με χρήματα της κεντρικής τράπεζας, αδιαφορώντας για την πιο μακροπρόθεσμη επίδραση που αυτό θα έχει στην οικονομία, όπως την πιθανότητα αύξησης του πληθωρισμού.20
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι κατά κανόνα οι κεντρικές τράπεζες είναι ανεξάρτητες μεν, αλλά όχι ανεξέλεγκτες δε.
Βασικό εργαλείο της νομισματικής πολιτικής για να πετύχει τους στόχους της και αυτό το οποίο η κεντρική τράπεζα προσπαθεί κατά κύριο λόγο να ελέγξει, είναι η προσφορά χρήματος στην οικονομία.21 Προσφορά χρήματος σε μία οικονομία ονομάζεται το σύνολο των χρημάτων που βρίσκονται σε αυτή σε κυκλοφορία.22
Ως προς την προσφορά χρήματος, η νομισματική πολιτική αναφέρεται συνήθως να είναι είτε επεκτατική, είτε συσταλτική23:
Η επεκτατική νομισματική πολιτική μιας χώρας αυξάνει την προσφορά χρήματος20 με ρυθμό μεγαλύτερο από τον συνηθισμένο23. Το γεγονός αυτό αυξάνει την ποσότητα του χρήματος που βρίσκεται κυκλοφορία στην οικονομία και όπως ακριβώς συμβαίνει με όλων των ειδών τα αγαθά, αυτό μειώνει την τιμή του.
Το γεγονός αυτό οφείλεται στη βασική αρχή των οικονομικών, αυτή της προσφοράς και της ζήτησης. Έστω για παράδειγμα ότι ένας μανάβης κάνει λάθος μια μέρα σε μία παραγγελία μήλων και του έρχεται μια πολύ μεγαλύτερη ποσότητα απ' ότι συνήθως. Γνωρίζει πως αν ο καιρός περάσει τα μήλα κινδυνεύουν να χαλάσουν και άρα θα πρέπει να τα πουλήσει όλα σύντομα. Για να το πετύχει αυτό χαμηλώνει την τιμή τους έτσι ώστε περισσότερος κόσμος απ' ότι συνήθως να δελεαστεί και να τα αγοράσει. Δεδομένης δηλαδή της μεγάλης προσφοράς μήλων, η τιμή αυτών μειώθηκε στο μανάβικο.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την προσφορά χρήματος στην οικονομία. Πιο συγκεκριμένα, η μεγάλη προσφορά του χρήματος οδηγεί σε μείωση της τιμής με την οποία αγοράζεται και πωλείται, το γνωστό σε όλους μας επιτόκιο.20 Η μείωση αυτή του επιτοκίου κάνει το δανεισμό πλέον πιο δελεαστικό για τις επιχειρήσεις, και τις προτρέπει, βασισμένες σε αυτόν, να αναλάβουν την πραγματοποίηση επενδύσεων.22 Το γεγονός αυτό οδηγεί το σύνολο της οικονομίας σε ανάπτυξη και μείωση της ανεργίας, που είναι άλλωστε και οι στόχοι της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής.23, 20
Αξίζει τέλος να αναφερθεί ότι η πολιτική αυτή ενέχει τον κίνδυνο της δημιουργίας υψηλού πληθωρισμού, μείωσης με άλλα λόγια της αξίας του χρήματος.20
Η συσταλτική νομισματική πολιτική πραγματοποιεί ακριβώς το αντίθετο. Μειώνει δηλαδή την προσφορά χρήματος στην οικονομία αυξάνοντας τα επιτόκια και συγκρατώντας τις τιμές και τον πληθωρισμό.21, 23
Για περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά τα μέσα της νομισματικής πολιτικής και τον τρόπο που η κεντρική τράπεζα πετυχαίνει την αυξομείωση της προσφοράς χρήματος, απευθυνθείτε στην επεξήγηση του όρου «Νομισματική Πολιτική».
Επειδή η ύπαρξη των τραπεζών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος γενικά:
τα κράτη επιθυμούν τη στενή παρακολούθηση και ρύθμισή τους27. Το ρόλο αυτό αναλαμβάνουν συνήθως σε μεγάλο βαθμό οι κεντρικές τράπεζες.7
Η τραπεζική αυτή εποπτεία πραγματοποιείται κατά κανόνα σε δύο επίπεδα, ένα πιο ειδικό (μικροοικονομικό) και ένα πιο γενικό (μακροοικονομικό)28:
Κατ' αρχάς οι εποπτικές αρχές εξετάζουν την εύρυθμη λειτουργία κάθε μεμονωμένου τραπεζικού ιδρύματος για την προστασία των καταθετών και των επενδυτών του. Συνήθως ανά χώρα υπάρχει κάποιο θεσμικό πλαίσιο το οποίο θέτει στις τράπεζες κάποιες προϋποθέσεις λειτουργίας, όπως η παρακράτηση ενός ελάχιστου ποσοστού των καταθέσεων του κοινού στα ταμεία της, η διατήρηση ενός ικανοποιητικού ποσοστού μετοχικού κεφαλαίου επί της συνολικής της χρηματοδότησης κ.α. Οι εποπτικές αρχές προβαίνουν σε μελέτες που ελέγχουν την τήρηση τέτοιων κανόνων και πολλών άλλων σχετικών με την κάθε τράπεζα ζητημάτων.28
Πέρα από την εξέταση της λειτουργίας κάθε μεμονωμένου τραπεζικού ιδρύματος, οι αρχές κάθε χώρας εποπτεύουν και το τραπεζικό σύστημα της χώρας ως σύνολο. Εξετάζουν πιο συγκεκριμένα το κατά πόσο το κοινό εμπιστεύεται τις τράπεζες και καλούνται να αντιμετωπίσουν όλα εκείνα τα ζητήματα τα οποία ενδέχεται να βλάψουν τη σταθερότητα του συστήματος. Αυτό θα μπορούσε για παράδειγμα να συμβεί με την πτώχευση μιας τράπεζας για λόγους ρευστότητας. Στις περιπτώσεις αυτές, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, η κεντρική τράπεζα συχνά λειτουργεί ως «δανειστής έσχατης ανάγκης».28
Οι τράπεζες σήμερα αντιμετωπίζουν ένα μεγάλο πλήθος κινδύνων που μπορούν αρκετά εύκολα να τις οδηγήσουν στην πτώχευση.29 Η πτώχευση μιας τράπεζας συμβαίνει κυρίως για δύο λόγους30:
1. Επειδή έχει αρνητικά ίδια κεφάλαια
Επειδή δηλαδή, είτε λόγω κακής διαχείρισης, είτε κάποιας οικονομικής κρίσης που οδήγησε σε μείωση της αξίας περιουσιακών στοιχείων, πχ ακινήτων, η τράπεζα έχει καταγράψει μεγάλες ζημίες.31
2. Επειδή πάσχει από έλλειψη ρευστότητας
Ακόμη κι αν ένα τραπεζικό ίδρυμα είναι αρχικά φερέγγυο, μπορεί και πάλι να χρεοκοπήσει αν δε διαθέτει επαρκή ρευστότητα, αν δηλαδή, εκείνη τη χρονική στιγμή, και ανεξάρτητα από την κερδοφορία του, δεν έχει αρκετά χρήματα στο ταμείο για να αποπληρώσει τις τρέχουσες υποχρεώσεις του.32 Αυτό σε μία τράπεζα μπορεί να συμβεί αρκετά εύκολα αν οι καταθέτες της, για παράδειγμα, χάσουν για τον οποιοδήποτε λόγο την εμπιστοσύνη τους σε αυτή και τρέξουν να σηκώσουν τα χρήματά τους μαζικά από τους λογαριασμούς τους.31
Αν μάλιστα ένα τραπεζικό ίδρυμα χρεοκοπήσει, τότε λόγω της υψηλής αλληλεξάρτησης που τα τραπεζικά ιδρύματα εμφανίζουν μεταξύ τους,31 δεν είναι καθόλου απίθανο να ακολουθήσουν και άλλες πτωχεύσεις οι οποίες σταδιακά να φέρουν σε κρίση το σύνολο του τραπεζικού συστήματος, με συνέπειες πολλές για το σύνολο της οικονομίας.29
Για το λόγο αυτό, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες επιδιώκουν την αποτροπή ή/και κατάπαυση αυτών των κρίσεων.27 Αυτό το κάνουν σε ένα βαθμό με επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, σε περιόδους κρίσεων όμως επεμβαίνουν πιο άμεσα πραγματοποιώντας πολιτικές διάσωσης.27 Συγκεκριμένα:
Ενδιαφέροντα στοιχεία όσον αφορά τα δάνεια αυτά είναι ότι:
Κεντρική τράπεζα στην Ελλάδα είναι η «Τράπεζα της Ελλάδος», η οποία όμως από τον Ιανουάριο του 2001 αποτελεί πλέον τμήμα του Ευρωσυστήματος και έκτοτε ρόλος της είναι υποστηρικτικός αυτού. Το Ευρωσύστημα είναι ένα σύστημα κεντρικών τραπεζών, αποτελούμενο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των χωρών μελών της Ευρωζώνης, των χωρών δηλαδή που έχουν υιοθετήσει το ευρώ.34
Η Τράπεζα της Ελλάδος ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο του 1927 και άρχισε να λειτουργεί το Μαΐου 1928. Πήρε τα ηνία από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος η οποία, ως η τότε μεγαλύτερη εμπορική τράπεζα της χώρας, ασκούσε και λειτουργίες κεντρικής τράπεζας από το 1841.35 Σήμερα, ως μέλος του Ευρωσυστήματος, η Τράπεζα της Ελλάδος:
Αξίζει επίσης να αναφερθεί και ότι17:
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (European Central Bank ή ECB) αποτελεί ένα από τα επίσημα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεωρείται η Κεντρική Τράπεζα του συνόλου των 19 χωρών της Ευρωζώνης και βρισκόμενη στην καρδιά του Ευρωσυστήματος και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού για την τραπεζική εποπτεία, έχει ως κύριες δραστηριότητες την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και την εποπτεία του τραπεζικού συστήματος.38
Ως βασικότερος στόχος της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και κατ' επέκταση για όλα τα μέλη του Ευρωσυστήματος, έχει τεθεί διαχρονικά η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών39 και συγκεκριμένα ετήσια ποσοστιαία αύξηση του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (του πληθωρισμού ουσιαστικά) της Ευρωζώνης που δεν υπερβαίνει το 2% μεσοπρόθεσμα42 αλλά το προσεγγίζει.40 Δεδομένου ότι ο στόχος αυτός δεν διακινδυνεύεται, η ΕΚΤ έχει καθήκον να στηρίζει και τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Ευρωπαϊκής Ένωση.39
Επίσης η ΕΚΤ είναι ανεξάρτητη, με λογοδοσία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.41 Για περισσότερες σχετικές πληροφορίες, απευθυνθείτε στην επεξήγηση του όρου «Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα».